Η ιστορία και το παρόν των προσφυγικών φωτογραφίζει τον αγώνα των εργατών και των λεηλατημένων. Όσων δεν βρήκαν ποτέ σημείο να σταθούν και όσων δεν έπαψαν ποτέ να παλεύουν. Ακούει τις ριπές των αντάρτικων πολυβόλων και τα ποδοβολητά των ανταρτών που περνούν από σπίτι σε σπίτι μέσα από τρύπες στους τοίχους στα Δεκεμβριανά. Ξενυχτά με τις κραυγές των βασανισμένων πολιτικών κρατουμένων των φυλακών Αβέρωφ και τον κρότο από τα ερείπια που άφησε η ισοπέδωσή τους. Ασφυκτιά, σήμερα, με τη νέα τυραννία που έχει επιβληθεί πάνω μας και ορθώνεται απειλητικά γύρω μας μέσα από τη βία και τη βαρβαρότητα που εκφράζουν τα δύο συμβολικά τέρατα της κυρίαρχης εξουσίας, τα μέγαρα της βίας και της καταστολής, η ΓΑΔΑ και το εφετείο που μας πολιορκούν.
Στα προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας, αυτή τη στιγμή κατοικούν πάνω από πεντακόσιοι άνθρωποι κάθε κατηγορίας της τάξης των καταπιεσμένων. Πρόσφυγες, μετανάστες, οικογένειες με τα παιδιά τους, ηλικιωμένοι, ασθενείς, πρώην άστεγοι, πολιτικοί αγωνιστές, τοξικοεξαρτημένοι σε διαδικασία απεξάρτησης στο νοσοκομείο του ΕΛΠΙΣ, άνθρωποι κάθε εθνικότητας ή θρησκεύματος. Αποτελεί ένα πολυεθνικό μωσαϊκό των κοινοτήτων των πιο κατατρεγμένων και λεηλατημένων λαών του κόσμου. Ανθρώπων που βίωσαν τον καπιταλιστικό πόλεμο, την προσφυγιά και τα βασανιστήρια. Τη φτώχια και την εξαθλίωση, τον διωγμό και την πείνα.
Η δική μας αφήγηση για τη γειτονιά των προσφυγικών, μιλά για τον αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια, για αλληλεγγύη και συντροφικότητα, για αυτοοργάνωση, ισότητα και κοινωνικό αγώνα, για διαφυλετική και διαθρησκευτική συμβίωση σε καιρούς ανέχειας και κανιβαλισμού. Ένα κοινωνικό και πολιτισμικό εργαστήρι αυτοθέσμισης και κοινότητας που συνεχίζει να παραμένει σε αυτούς που το έχτισαν, στους μετανάστες, στους πρόσφυγες και τους λεηλατημένους από την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Μιλά για τα χαμόγελα δεκάδων παιδιών που παίζουν στους δρόμους της γειτονιάς, τις συλλογικές κουζίνες και τις αυτοοργανωμένες δομές παραγωγής και αυτομόρφωσης, τις κοινωνικές και πολιτικές δράσεις, τη φροντίδα στους ασθενείς και τους αδύναμους, τις εργασίες συντήρησης, με πενιχρά μέσα, ενός τόπου που συμπυκνώνει μνήμες αγώνων της εργατικής τάξης των τελευταίων ογδόντα περίπου χρόνων.