Περί Καταλήψεων

Δύο και πλέον χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη αστυνομική επιχείρηση η οποία εκίνησε ένα μπαράζ καταστολής και εκκενώσεων σε κατειλημμένους αυτοοργανωμένους χώρους και στέκια. Σήμερα δεν μπορεί πια κανείς να αρνηθεί το προφανές της ολομέτωπης και οργανωμένης επίθεσης του κράτους ενάντια σε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου του αγώνα, στις δομές αλλά κύρια στις υποδομές του.

Μέχρι στιγμής, λοιπόν, η καταστολή έχει αφαιρέσει από την κινηματική δυναμική ένα μεγάλο αριθμό καταλήψεων, ενώ επεκτείνεται σε όλο τον ελλαδικό χώρο, ξεκινώντας από τα μεγάλα αστικά κέντρα και συνεχίζοντας στην επαρχία, επιχειρώντας συνολικά αλλά πράττοντας στο επιμέρους. Όχι δηλαδή χτυπώντας συνολικά και ανοιχτά τις κινηματικές υποδομές στη λογική του “αστραπιαίου πολέμου” (blitzkrieg), αλλά επιτιθέμενη πάνω στο συγκεκριμένο του κάθε εγχειρήματος, καταφέρνοντας να επιβάλει την αντίληψη ότι στην κάθε επιχείρηση δεν χτυπιέται συνολικά το κίνημα αλλά το κάθε εγχείρημα ξεχωριστά. Αφήνοντας χρόνους ανάπαυλας και αρπάζοντας κάθε ευκαιρία για μια νέα επίθεση. Η τακτική αυτή εκτός του γενικού της στόχου, επιπλέον κλονίζει το ηθικό των αγωνιζόμενων μέσα από μια σειρά μη διαχειρίσιμων ηττών, και επιφέρει σύγχυση και κατακερματισμό, περιμένοντας τα αποτελέσματα της καταστολής να πέσουν σαν ώριμο φρούτο.

Συνδυάζοντας την τακτική του σοκ (υπήρξαν διαστήματα όπως ο Δεκέμβρης του ’12 ή ο Αύγουστος του ’13. ‘οπού η μια κατασταλτική επιχείρηση διαδεχόταν την άλλη) και την πολλαπλότητα των ανοιχτών μετώπων, το κράτος επιχειρεί να επιβάλει τη σιωπή του κοινωνικού νεκροταφείου.

Αρχίζοντας με το ερώτημα «γιατί το κράτος επιτίθεται στις καταλήψεις» έχουμε την ευκαιρία να επισκοπήσουμε το κοινωνικό πεδίο των τελευταίων χρόνων, ορίζοντας σαν αδιαμφισβήτητο γεγονός μια εποχή εξαθλίωσης των κατώτερων και μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων και ενός γενικότερου οικονομικού ρημαγμού από τη μια και την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού και της αντισυστημικής αμφισβήτησης από τη άλλη. Το κράτος επιτίθεται επί οικονομικής κρίσης ως κομμάτι ενός ευρύτερου σχεδίου αναδιάρθρωσης του εγχώριου καπιταλισμού που έχει ως άξονες αφενός τη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου και αφετέρου την εξουδετέρωση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων. Η επίθεση τα τελευταία 2 χρόνια σε αυτοοργανωμένους χώρους – στέκια – καταλήψεις σχολών – μέσα αντιπληροφόρησης, δεν διαχωρίζεται από τη γενικότερη κοινωνική και ταξική σύγκρουση. Ταυτόχρονα ποινικοποιούνται και καταστέλλονται απεργιακοί αγώνες, επιδεινώνονται δραματικά οι εργασιακές σχέσεις, επιβάλλονται νέα μέτρα λιτότητας και η φτωχοποίηση μεγάλων κοινωνικών μαζών. Παράλληλα εγκαινιάζονται νέες κατασταλτικές μέθοδοι και αναβαθμίζεται ο αστυνομικός στρατός καταστολής με την πρόσθεση του φασισμού στη φαρέτρα του κρατικού οπλοστασίου, ακολουθούμενο από ‘ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας ενάντια σε κοινωνικά αδύναμους και κοινωνικούς αγωνιστές. Σημεία αποκορύφωσης αναδείχθηκαν οι αθρόες συλλήψεις μεταναστών και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Ξένιος Δίας), η καταστολή των κατοίκων στις Σκουριές με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, η δολοφονία του Θ. Καναούτη για ένα εισιτήριο λεωφορείου στο Περιστέρι και του αντιφασίστα Π. Φύσσα από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής στο Κερατσίνι.

Στα πλαίσια ενός χρονικού των εκκενώσεων αλλά και των ανακαταλήψεων, υπάρχει γόνιμο έδαφος αναστοχασμού των κινηματικών αντανακλαστικών που εμφανίστηκαν σε κάθε μια περίπτωση, και αναφορικά με την πληθώρα τακτικών, τη δυναμική της κινητοποίησης και της συσπείρωσης του κόσμου του αγώνα, τα μέσα που επιλέχθηκαν και τα τελικά παράγωγα όλων των παραπάνω.

Ένα κίνημα χωρίς τις καταλήψεις και τα στέκια του, χωρίς την εμπράγματη εδαφικοποίηση και το κοινωνικό ρίζωμα που παράγει η οργανωτική και πολιτική δουλειά στην κοινωνική βάση, θα είναι κίνημα ιδιαίτερα αποδυναμωμένο. Όχι γιατί η καταληψιακή πρακτική αποτελεί ένα είδους φετίχ ή κατέχει το μονοπώλιο του αγώνα, αλλά γιατί πάνω σε αυτά τα πεδία, σε ένα μεγάλο βαθμό επιλέξαμε να αυτοοργανωθούμε και να χτίσουμε τους δικούς μας προμαχώνες αντίστασης και αντεπίθεσης.

Στο ερώτημα αν μπορούμε να υπερασπιστούμε τις καταλήψεις μας απαντούμε θετικά λαμβάνοντας υπόψη τη διάδοσή τους σε όλο το φάσμα του ελλαδικού χώρου, αλλά και τον “περιορισμένο” συνολικό αριθμό τους, ‘ώστε να μπορούν να αναπτυχθούν οι δυναμικές αυτές οι οποίες όχι μόνο θα καταφέρουν να δημιουργήσουν μια γραμμή άμυνας απέναντι στους σχεδιασμούς του κράτους, αλλά και να παίξουν τον δικό τους ρόλο μέσα σε ένα πλαίσιο γενικότερης κοινωνικής και ταξικής αντεπίθεσης.

Στο ερώτημα αν έχουμε υπερασπιστεί επαρκώς τις καταλήψεις μας, μόνο αρνητικά μπορούμε να απαντήσουμε, εκτός ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων, ασχέτως των τελικών αποτελεσμάτων τους. Οι αντιστάσεις που ορθώσαμε και οι μάχες που δώσαμε είναι μέχρι στιγμής απόλυτα δυσανάλογες των περιστάσεων και τν διακυβευμάτων.

Ακόμα και η ίδια η συνθηματολογία “των ιδεών που δεν εκκενώνονται”, η οποία αντικατέστησε το πρόταγμα “10-100-1000δες καταλήψεις” συνηγορεί στο παραπάνω. Αν οι ιδέες δεν εκκενώνονται, τότε δεν δεχόμαστε κάποιου είδους επίθεση, μιας και το κράτος μέχρι στιγμής δεν επιχειρεί να καταστείλει τις ιδέες μας αλλά τις εδαφικοποιημένες δομές μας. Εξάλλου, ακόμα και αν τελικός στόχος τους είναι οι ιδέες μας, τότε οι κρατικοί σχεδιασμοί έχουν κηρύξει τον πόλεμο σε ανεμόμυλους, μιας και οι ιδέες μας, αυτές δηλαδή που είναι στο στόχαστρο, δεν κινδυνεύουν μέσω των εκκενώσεων, αφού πολύ απλά δεν μπορούν να εκκενωθούν. Είναι έτσι όμως τα πράγματα; Και ναι και όχι. Αλλά αν θέλουμε να είμαστε τουλάχιστον ρεαλιστές, οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι ο καπιταλισμός δεν πολεμά απλά ιδέες, μιας και αυτές αποκομμένες από το πεδίο των κοινωνικών δυναμικών και τη γείωσή τους στα διακυβεύματα της καθημερινότητας, μπορούν να αφομοιωθούν και συνηθέστερα να ατονήσουν, χάνοντας τα ριζοσπαστικά τους χαρακτηριστικά. Δεν είναι ιδέες μας, από μόνες τους, επικίνδυνες αλλά οι ιδέες μας που γίνονται πράξεις, και αυτό το πεδίο επιχειρεί να χτυπήσει η κρατική καταστολή. Κάθε εμπράγματο πεδίο το οποίο δημιουργεί τις προϋποθέσεις και το υπόβαθρο ώστε οι ιδέες αυτές να ανοίξουν δρόμους ευρύτερης υλικής και φαντασιακής αμφισβήτησης ενάντια στο φάσμα της κυριαρχίας και να ορθώσουν ισχυρά αναχώματα κινηματικής αυτοάμυνας και συνθήκες αντεπίθεσης.

Προσπαθώντας να βρούμε απαντήσεις στους τρόπους και στα μέσα με τα οποία θα απαντήσουμε στους κρατικούς σχεδιασμούς, καταλήγουμε ότι η συνταγή μιας μονόπλευρα αμυντικής τακτικής του να διασώσουμε ότι μπορούμε (η τακτική του στατικού οδοφράγματος), δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε οδυνηρές ήττες. Δίνει στους κρατικούς σχεδιασμούς την πρωτοβουλία των κινήσεων, το πλεονέκτημα της αποκλειστικής επιλογής του χώρου και του χρόνου μιας νέας επίθεσης και τη συγκέντρωση των δυνάμεών του σε συγκεκριμένα σημεία, την ίδια στιγμή που σε εμάς η λογική αυτή επιφέρει τη διασπορά και την ουσιαστική αποδυνάμωση των αντιστάσεων μας, κρατώντας μας διάσπαρτους και πρακτικά απομονωμένους στα επιμέρους μας εγχειρήματα. Αντίθετα, με εφαλτήριο τα εγχειρήματα που καταστέλλονται, οφείλουμε να αντεπιτεθούμε συνολικά παίρνοντας στα χέρια μας τηνπρωτοβουλία, προτάσσοντας την από κοινού σύνδεση των κοινωνικών αγώνων και τη διοχέτευση της δυναμικής μας στην κατέυθυνση της οριστικής νίκης του ριζοσπαστικού κινήματος.

Συνέλευση Κατειλημμένων Προσφυγικών

12/10/13